- προλιμνάς
- -άδος, ἡ, Αλιμνάζοντα ύδατα που απομένουν μετά από πλημμύρα ποταμού («ἐν ταῑς προλιμνάσι τῶν ποταμῶν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + λίμνη + επίθημα -άς, -άδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλιμνάδες — προλιμνάς stagnant water left by a river overflowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλιμνάσι — προλιμνάς stagnant water left by a river overflowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)